ρεμίζ

ρεμίζ
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής οικογένειας Remiridae.
————————
(II)
και ρεμίζα, η, Ν
συνοδευτική επιστολή με την οποία ο εκχωρητής διαβιβάζει φορτωτικά έγγραφα ή αξιόγραφα προς την τράπεζά του, παρέχοντας οδηγίες για την είσπραξη τών σχετικών χρηματικών ποσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. remise «εκ νέου τοποθέτηση» < remettre < λατ. remitto «στέλνω πάλι, αποδίδω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρεμίζα — (I) η, Ν ύπνος, ανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. remise < remettre «κατακλίνομαι, καθησυχάζω» (βλ. και λ. ρεμίζ [ΙΙ])]. (II) η, Ν βλ. ρεμίζ (ΙΙ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”